ὁπηνίκα

ὁπηνίκα
ὁπηνίκᾰ, [dialect] Dor. [full] ὁπᾱνίκα, Adv., relat. and indirect interrog.,
A at what point of time, at what hour, on what day, more precise than ὁπότε, S. OC434, Th.4.125, Theoc.23.33 ; though sts. it cannot be distd. from ὁπότε, Pl.Alc.1.105d, Jul.Or.7.204a, al. ;

ὁπότε καὶ ὁ. Pl.Lg.772d

; ὁ. ἄν at whatever hour or time, S.Ph.464 ; whenever, PGiss.53.3 (iv A. D.); simply, when, LXX 4 Ma.2.16.
2 in indirect questions, in answer to a direct question, πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας ;— ὁπηνίκα; what time of day is it ?—what time, do you say ? Ar.Av. 1499.
3 c. gen., οὐδεὶς οἶδ' ὁ. ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ what time of year, Id.Fr.569.7.
II with conditional or causal force, ὁ. ἐφαίνετο ταῦτα πεποιηκώς when once it was seen that . . , D.18.14, cf. 21.42.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οπηνίκα — ὁπηνίκα, δωρ. τ. ὁπανίκα (Α) επίρρ. 1. σε όποια ή σε ποια ώρα ή ημέρα ή σε τί καιρό («ὁπηνίκα χρὴ ὁρμᾱσθαι», Θουκ.) 2. όταν («ὁπηνίκα γὰρ ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατεσκεύαζε...», ΠΔ) 3. με την υπόθεση ότι («ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῡτα πεποιηκώς», Δημ.) 4 …   Dictionary of Greek

  • ὁπηνίκα — at what point of time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπηνίκ' — ὁπηνίκα , ὁπηνίκα at what point of time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισκρίνω — Α 1. εισάγω προηγουμένως («ὁπηνίκα ἂν εὐαγγελίζωνται οἱ ἄγγελοι τὰς στείρας, οἷον προεισκρίνουσι τῆς συλλήψεως τὰς ψυχάς», Κλήμ. Αλ.) 2. μέσ. προεισκρίνομαι προεισέρχομαι* («ἐπεισκρίνεται δὲ ή ψυχὴ καὶ προεισκρίνεται τὸ ἡγεμονικόν», Κλήμ. Αλ.).… …   Dictionary of Greek

  • χρωματίζω — ΝΜΑ [χρῶμα, ατος] προσδίδω χρώμα σε κάτι, βάφω (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «ὁπηνίκα τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῡ ὀφθαλμοῡ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω. γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. (για λόγο ή μελωδία) i)… …   Dictionary of Greek

  • ՅՈՐԺԱՄ — ( ) NBH 2 0372 Chronological Sequence: Early classical, 13c, 14c մ. ὄτε, ὄταν, ἑπάν quando, quum, cum. Յո՛ր ժամ. յորո՛ւմ ժամու. յայնմ ժամանակի՝ յորում. երբ. իբրեւ. երբ որ, որ ատեն որ. ... *Կարող եմ այսօր, որպէս յորժամ առաքեաց զիս Մովսէս: Եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”